μυκήλιο

μυκήλιο
το
βοτ. το σύνολο τών υφών τού μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycēlium (< μύκης «μύκητας» + ἧλος «καρφί»). Η λ. μαρτυρείται, στον λόγιο τ. μυκήλιον, από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκωριομύκητες — Μύκητες που συγκροτούν την τάξη των ουρεδινωδών (βασιδιομύκητες) και οι οποίοι προκαλούν τις σοβαρές ασθένειες των φυτών, τις γνωστές ως σκωριάσεις. Ο κύκλος της ανάπτυξης των σ. είναι περίπλοκος: από τα τελευτοσπόρια, που σχηματίζονται στους… …   Dictionary of Greek

  • μονοκάρυος — ο, θηλ. και α φρ. «μυκήλιο μονοκάρυο» (μυκητ.) μυκήλιο τού οποίου τα κύτταρα περιέχουν έναν απλοειδή πυρήνα ή περισσότερους απλοειδής πυρήνες τού ίδιου γενετικού τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κάρυον «καρύδι»] …   Dictionary of Greek

  • μυκηλιακός — ή, ό [μυκήλιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μυκήλιο …   Dictionary of Greek

  • ομοιοκάρυος — α, ο φρ. «ομοιοκάρυο μυκήλιο» (μυκητ.) μυκήλιο που περιέχει πυρήνες τής ίδιας γενετικής σύστασης …   Dictionary of Greek

  • περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… …   Dictionary of Greek

  • εργοτίνη — Αλκαλοειδές που παράγεται από τον φυτοπαθογόνο μύκητα Claviceps purpurea. Ο μύκητας αυτός προκαλεί τη σκωρίαση των σιτηρών. Προσβάλλει τα φυτά στο στάδιο της ανθοφορίας, καθώς εμφανίζεται στις ωοθήκες των λουλουδιών που πρόκειται φυσιολογικά να… …   Dictionary of Greek

  • γεώφυτα — τα φυτά τών οποίων τα όργανα συντήρησης (οφθαλμοί, μυκήλιο κλπ.) βρίσκονται μέσα στο χώμα …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • μόνοικος — η, ο (Α μόνοικος, ὁ) νεοελλ. φρ. α) «μόνοικο φυτό» βοτ. το φυτό που φέρει άρρενα και θήλεα άνθη μαζί στο ίδιο στέλεχος, σε αντιδιαστολή με το δίοικο φυτό β) «μόνοικος μύκητας» ο μύκητας που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, καθώς και …   Dictionary of Greek

  • παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”